στοχάζομαι

στοχάζομαι
στοχ-άζομαι, Pl Grg.465a, etc.: [tense] impf.
A

ἐστοχαζόμην Id.Euthd.277b

: [tense] fut.

-άσομαι Isoc.Ep.6.10

, M.Ant.10.6: [tense] aor.

ἐστοχασάμην Pl.Grg. 464c

, Hp.VM9: [tense] pf.

ἐστόχασμαι Pl.Lg.635a

, Arist.HA571a27:— Gal. uses this [tense] pf., as also [tense] aor. ἐστοχάσθην, in pass. sense, [tense] pf. in 10.885, 11.35, [tense] aor. in 13.713, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.40; ἐστοχάσθην in act. sense, Ps.-Callisth.1.3 (cod. L): ([etym.] στόχος):—aim or shoot at, c. gen., [σκοποῦ] Pl.R.519c, Isoc.l.c.;

δίκην τοξότου σ. τινός Pl.Lg.706a

; ἄλλου στοχαζόμενος ἔτυχε τούτου aiming at another man hit the deceased, Antipho 2.1.4;

σ. ἀνθρώπων X.Cyr.1.6.29

.
2 metaph., aim at, endeavour after,

μέτρου Hp.VM9

;

τοῦ ἡδέος Pl.Grg.465a

;

τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ Id.R.462a

;

τῆς σωτηρίας Id.Lg.962a

;

ἡ φύσις ἐστόχασται ἑκάστου οὐδέν τι ἔλασσον τῆς ἀπολήξεως ἢ τῆς ἀρχῆς M.Ant.8.20

;

τοῦ γέλωτα ποιῆσαι Arist.EN1128a6

; τοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γινομένου Id HA l.c.; σ. τῶν μάλιστα φίλων κριτῶν aim at having them as judges,
X.Cyr.8.2.27; so

τῆς τοῦ δήμου βουλήσεως Plb.6.16.5

;

τῶν πολιτῶν LXX 2 Ma.14.8

; also

πρός τι Pl.Lg.693c

, cf. 962d;

οὕτω σ. ὅπως . . Hp.Art.4

, cf. Diocl.Fr.138, SIG609.7 (Delph., ii B.C.), PTeb.27.70 (ii B.C.).
II endeavour to make out, guess at a thing, c. gen.,

τῆς τότε διανοίας τοῦ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι Pl. Lg.635a

;

τῆς τῶν θεῶν σ. διανοίας Isoc.1.50

; σ. τοῦ συμβουλευομένου guessing at the mind of their consultant, Pl.La.178b: abs., make guesses, feel one's way,

εὖ γε στοχάζει S.Ant.241

codd.; στοχαζομένη τὰ συμφέροντα ἐκπληροῦν by guessing, X.Mem.2.2.5;

οὐ γνοῦσα, ἀλλὰ στοχασαμένη Pl.Grg.464c

, cf. Phlb.56a; calculate, Cleom.2.1; infer,

ἔκ τινος SIG601.13

(Teos, ii B.C.), Plb.1.14.2, al.;

διά τινος Id.3.68.10

;

ἀπό τινος Ocell.1.1

: c. acc. et inf.,

στοχαζόμεθα τὸν Δημήτριον μὴ κατειληφέναι Ζηνόδωρον ἐν πόλει PCair.Zen.367.13

(iii B.C.), cf. POxy.931.9 (ii A.D.): c. acc., survey, explore,

ὁδόν LXX De.19.3

; αἰῶνα ib.Wi.13.9; guess at. τοὺς πλησίον ib.Si.9.14; τοιοῦτον τὸν κόσμιον στοχάζου expect the κόσμιος to be like that, Polem.Phgn.2.60.
2 have regard to, c. gen., HeroBel.102.8.
III = φείδομαι, condemned by Luc.Sol.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στοχάζομαι — στοχάζομαι, στοχάστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στοχάζομαι — aim pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • στοχάζομαι — στοχάστηκα, σκέφτομαι, συλλογίζομαι: Στοχάσου πώς σε ψένουν καθ ώρα στη φωτιά (Φεραίος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοχάζεσθε — στοχάζομαι aim pres imperat mp 2nd pl στοχάζομαι aim pres ind mp 2nd pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστοχασμένα — στοχάζομαι aim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαζομένων — στοχάζομαι aim pres part mp fem gen pl στοχάζομαι aim pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαζόμεθα — στοχάζομαι aim pres ind mp 1st pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαζόμενον — στοχάζομαι aim pres part mp masc acc sg στοχάζομαι aim pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασαμένων — στοχάζομαι aim aor part mp fem gen pl στοχάζομαι aim aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασάμενον — στοχάζομαι aim aor part mp masc acc sg στοχάζομαι aim aor part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”